Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Με τη μετάλλαξη «Όμικρον» να καλπάζει και τον κόσμο να ανησυχεί για την πορεία της πανδημίας τα θέατρα βιώνουν για ακόμη μία φορά μία μεγάλη δοκιμασία. Τηρώντας τα μέτρα ασφαλείας μπορούμε να συνεχίσουμε να στηρίζουμε τις παραγωγές και να δώσουμε το κίνητρο για τη συνέχεια του πολιτισμού. Είναι στο χέρι όλων μας!
Μία παράσταση, η οποία παρουσιάστηκε στο ανακαινισμένο θέατρο Φαργκάνη αμέσως μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ήταν η «Θηλιά» του Πάτρικ Χάμιλτον. Η συγκεκριμένη παράσταση η οποία αυτοεντάσσεται στην κατηγορία του ψυχολογικού θρίλερ βασίζεται σε ένα κείμενο, το οποίο διερευνά τη δολοφονία ενός προσώπου από δύο νεαρούς άνδρες χωρίς κίνητρο, με στόχο την απόλαυση της ηδονής του κινδύνου. Η ιστορία αναπαριστά ένα δείπνο το οποίο γίνεται πάνω στο μπαούλο που περιέχει το σώμα του άτυχου άνδρα με τη μητέρα του να είναι προσκεκλημένη σε αυτό και τους καλεσμένους των δύο ανδρών να προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει σε μία ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.

Εκκινώντας από τα θετικά στοιχεία (+) της παράστασης αρχικά θα εντάσσαμε την σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Κοέν. Ο ίδιος έχοντας σκηνοθετήσει με επιτυχία ένα ακόμη ψυχολογικό θρίλερ, τον «Συλλέκτη» του Τζων Φώουλς, κατάφερε να δημιουργήσει ένα μυστηριακό κλίμα, στο οποίο αναμέναμε συνεχώς την ανατροπή και την εκτίναξη της αγωνίας. Το αν αυτή ποτέ δεν επήλθε λόγω του κειμένου αποτελεί ένα σοβαρό ζήτημα που θα επισημανθεί παρακάτω.
Στα θετικά χαρακτηριστικά της σκηνοθεσίας θα τοποθετούσαμε ορισμένα σκηνοθετικά ευρήματα. Συγκεκριμένα, ανάμεσα στα σημεία έντασης υπήρχαν ορισμένα μουσικά κενά με τους πρωταγωνιστές να προβαίνουν σε έντονες κινήσεις χεριών και σώματος, με προφανή στόχο να εκδηλωθεί η αποφόρτιση από τις δύσκολες στιγμές, σε μία κινησιολογία του Παντελή Καναράκη. Ένα ακόμη σημείο που ήταν ενδιαφέρον ήταν ο προβολέας που έδειχνε πίσω από τους πρωταγωνιστές εναλλασσόμενες φωτογραφίες τους από διάφορες φάσεις της ζωής τους, ενώ ακούγονταν ηχογραφημένες οι συνομιλίες τους, που απέδιδαν τις απόψεις τους σχετικά με τη ζωή και τη δικαιοσύνη. Η εικόνα αυτή δημιούργησε ένα κλίμα φιλμ νουάρ, που ήταν επιτυχές και έδενε πολύ ωραία.

Παράλληλα, εξαιρετικά προσεγμένη ήταν η ενδυματολογία της Σοφίας Δριστέλα, η οποία παρέπεμπε σε μία άλλη εποχή, δίνοντας δυναμική στην όλη παρουσίαση. Η μουσική ήταν δομικό στοιχείο διατηρούμενη σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της πλοκής. Σε κάθε ψυχολογικό θρίλερ αποτελεί καίριο γνώρισμα, που κατάφερε να δημιουργήσει μία μυστηριακή ατμόσφαιρα και να εντείνει την σκηνοθεσία. Τα φώτα του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου ήταν εξίσου ικανοποιητικά και συχνά εναλλασσόμενα, δένοντας με τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των ηρώων και δημιουργώντας ένα ζεστό κλίμα. Ακόμη, το σκηνικό του Γιάννη Αρβανίτη ήταν δομημένο στην εικόνα του σαλονιού ενός σπιτιού με το μπαούλο στη μέση και στις δύο πλευρές του τα ποτά, ενώ πίσω από αυτά υπήρχαν οι πόρτες του σπιτιού.
Ως προς τους πρωταγωνιστές σαν σύνολο παρουσίαζαν χημεία, αποτελώντας μία συμπαγή σύνθεση. Υπερείχαν αυτών η Γωγώ Μπρέμπου και η Έλενα Κρίτα. Η πρώτη εντάχθηκε στο μυστηριώδες κλίμα με έναν ρόλο που φάνηκε να ξέρει πολύ περισσότερα από τους υπόλοιπους. Παρουσίασε αρκετές συναισθηματικές αλλαγές, δίνοντας έναν πιο δραματικό τόνο στην παράσταση, που ήταν αναγκαίος.
Η δεύτερη στο ρόλο της μητέρας του δολοφονημένου άνδρα απέδωσε πολύ ισορροπημένα τον ρόλο της, προβάλλοντας μία ιδιαίτερη τρυφερότητα και ευαισθησία. Ικανοποιητικός ο Παντελής Καναράκης, ο οποίος φάνηκε να απομακρύνεται από την γνώριμη μανιέρα του σε έναν διαφορετικό ρόλο από τους συνηθισμένους. Ο Αργύρης Αγγέλου απέδωσε με σύνεση τον πιο κυνικό χαρακτήρα του δολοφόνου, χωρίς όμως να λείπουν τα ξεσπάσματα αγωνίας, που κάπως υπερέβησαν το μέτρο. Ο έτερος πόλος Αλέξανδρος Δαβιλάς απογοήτευσε στον ρόλο του φοβικού δολοφόνου. Εντάσεις, φωνές και ανούσιες υπερβολές, που περισσότερο θύμισαν μελοδραματικά ξεσπάσματα παρά μία μετρημένη ερμηνεία σε έναν ρόλο που πράγματι αποτελεί πρόκληση… Τέλος, ο Βαγγέλης Ψωμάς διατήρησε μία μετριοπαθή ερμηνευτική στάση, που ήταν περισσότερο διεκπαιρεωτική.

Ως προς τα αρνητικά στοιχεία (-) της παράστασης θα εντάσσαμε την διασκευή του σκηνοθέτη που έμοιαζε να θέλει κάτι να πει, αλλά να μην τα καταφέρνει. Το ίδιο φάνηκε να θέλει να θίξει θέματα κρίσιμα, όπως η αλληλεγγύη, η ηθική, η βία, τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου και η διαφορετική σύλληψη των κοινωνιών για το έγκλημα (προεξείχαν οι συνειδητοποιήσεις του Καναράκη, που υποδυόταν έναν κυνικό βετεράνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου).
Η εξέλιξη ακολούθησε μία διαφορετική πορεία σε σχέση με τα κλασικά αστυνομικά κείμενα, που αναζητούν ποιος έκανε το έγκλημα. Το συγκεκριμένο αναζητούσε το γιατί οι δύο αυτοί ήρωες τέλεσαν αυτό το έγκλημα. Και αυτό το ερώτημα δυστυχώς μπορούσε να απαντηθεί μονάχα αν ο θεατής πριν την παράσταση είχε διαβάσει την περιγραφή της υπόθεσης. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η απλοϊκότητα στην εξήγηση των γεγονότων στο κοινό, το οποίο περίμενε συνεχώς μία έκπληξη, η οποία όμως ποτέ δεν ήρθε.

Απόρροια των παραπάνω ήταν η διάρκεια της παράστασης, η οποία δεν ξεπερνούσε τα 60 λεπτά, με αποτέλεσμα να μην εμβαθύνει στους ήρωες, τους χαρακτήρες, τις σκέψεις και τη συμπεριφορά τους. Δεν έγινε κατανοητό πως οι ίδιοι συνδέονταν, γιατί διεξήχθη το δείπνο, πως αντιλαμβάνονταν τα ζητήματα της πλοκής και τέλος πως αντιδρούν στις εξελίξεις. Ο χαρακτηρισμός του κειμένου ως ψυχολογικό θρίλερ μάλλον αποτέλεσε μικρά γράμματα. Περισσότερο έμοιαζε με μία υπόθεση μυστηρίου που δεν λύθηκε ούτε την στιγμή της αυλαίας. Μία γενναία διασκευή του πρωτότυπου ίσως απέδιδε καρπούς και αποτελούσε ένα πιο εύληπτο θέαμα για τους θεατές.
Συνολικά(=), θα λέγαμε, πως η παράσταση αποτέλεσε ένα κατακερματισμένο σε εντυπώσεις σύνολο. Δουλεμένα κομμάτια ήταν η σκηνοθεσία, τα δευτερεύοντα στοιχεία και ορισμένες ερμηνείες των πρωταγωνιστών, ενώ όχι καλά φροντισμένα το κείμενο και οι λοιπές ερμηνείες. Όμως, «εν αρχή ην ο λόγος» με αποτέλεσμα οι εντυπώσεις να είναι αμβλυμμένες.
Βαθμολογία:
5.6/10
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022