Η υποψήφια Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Ελεάννα Ιωαννίδου,
μιλάει στην Κουλτουρόσουπα.

Για την άσκηση των καθηκόντων ενός Δημάρχου απαιτείται πρώτα και πάνω από όλα μια ομάδα ανθρώπων με διάθεση και όραμα, που μπορεί να επικοινωνεί σε σχέσεις ισότητας και ελευθερίας, για να διεκδικεί στη βάση ενός άλλου μοντέλου διοίκησης, συλλογικού, όχι προσωποκεντρικού.
Για να ασκήσει κανείς δημαρχιακά καθήκοντα πρέπει να ζει μέσα στην πόλη, να βιώνει τα προβλήματά της, να ακούει τους πολίτες της, να συνδράμει στις πρωτοβουλίες και τα κινήματα πολιτών, για να ξέρει ποιος είναι οι πλέον αποτελεσματικές και κατάλληλες λύσεις.
Αυτό εγώ, ως πολίτης, το βίωσα. Είδα και αντιμετώπισα δημάρχους και υποψηφίους συμβούλους που απέκοψαν τον εαυτό τους από την κοινωνία και, κοιτώντας την από ψηλά, προσπάθησαν να της φορέσουν έναν κορσέ, που την εξανάγκαζε να ασφικτυά, να πνίγεται. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της απόστασης και του ελιτισμού, με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι κάθε λογής ηγέτες –όπως και η σημερινή δημοτική αρχή- την πόλη. Αυτήν την αλαζονική απόσταση θέλω να αντιμετωπίσω. Και έχω το πείσμα να το κάνω.
Μια καλή ακροάτρια με πείσμα, που δεν υπόσχεται περισσότερα από αυτό που μπορεί να κάνει, λοιπόν.
Εδώ θα μπορούσα να σου απαντήσω με την πλατωνική ρήση “πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής πανουργία ου σοφία”.
Δεν θα υιοθετούσα ποτέ αυτή την μακιαβελλική λογική που θέλει τον σκοπό να αγιάζει τα μέσα. Ο τρόπος με τον οποίο διεκδικείς τα πράγματα, διαμορφώνει και το αποτέλεσμα, στο οποίο φτάνεις.
Πώς μπορείς να είσαι αποτελεσματικός αν είσαι ανήθικος, ανειλικρινής με τους πολίτες; Αυτό συμβαίνει μόνο σε πολιτικούς που θέλουν να αποφύγουν τους πολίτες, που έχουν πράγματα να κρύψουν, ατζέντες και συμφωνίες σε βάρος των πολιτών.
Εμείς θέλουμε να χτίσουμε μια σχέση συνεργασίας με τους πολίτες, με τις συλλογικότητες, γιατί από εκεί προερχόμαστε. Από κάτω. Και αυτό μας έχει εξοπλίσει με την ικανότητα που προσφέρει η γνώση των κοινωνικών προβλημάτων και με το ήθος και την ειλικρίνεια εκείνη, που απαιτείται για μια σχέση ίσης ελευθερίας.
Άλλη μια λαϊκή σοφία μας λέει πως σε καιρούς χαλεπούς κάποιοι βαπτίζουν την ανάγκη φιλοτιμία. Δεν μπορώ να κρίνω ως υγιές το φαινόμενο μιας κατ’ επίφαση ανεξαρτητοποίησης. Ανεξαρτησία σημαίνει βούληση να θέσεις την προσωπική σου ατζέντα λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα προβλήματα των πολιτών και να μην υιοθετείς μια έξωθεν οριζόμενη πολιτική σε πλήρη συστοιχία με το κυβερνητικό κέντρο.
Όσο και αν χτίζεις με τη συνδρομή των μέσων και της άγνοιας, το προφίλ του ανεξάρτητου και του υπερκομματικού, οι ιδέες σου, τα λόγια σου, σε προδίδουν.
Άλλωστε μην ξεχνάτε πως όλα αυτά τα οριακής συνταγματικότητας νομοθετήματα της τελευταίας στιγμής (κατάργηση διάταξης που απέκλειε τη συμμετοχή του νυν δημάρχου, αύξηση του αριθμού των υποψηφίων στους δημοτικούς και περιφερειακούς συνδυασμούς, διαίρεση δήμων του Καλλικράτη) προς όφελος ορισμένων “ανεξάρτητων” υποψηφίων προτάθηκαν.
Πετάνε σαν φλεγόμενη ράβδο την ευθύνη στο κράτος, τις κλειστές στρόφιγγές του, την απαξίωση των δήμων. Ναι, αυτό είναι μια πραγματικότητα, όμως οι ίδιοι δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, για να δημιουργήσουν μόνοι τους τις συνθήκες μιας καλλίτερης ζωής για τους πολίτες.
Αυτά που η κεντρική εξουσία προσφέρει, είναι μια γιγαντιαία, αναποτελεσματική γραφειοκρατία, ένας λαβύρινθος νόμων και αποφάσεων.
Εμείς προκρίνουμε κάθε προσπάθεια αποκεντροποίησης. Κάθε πρωτοβουλία που έρχεται αγνά και αυθεντικά από κάτω και στοχεύει στην αλλαγή που έρχεται από τον πολίτη, όχι από τον πολιτικό.
Πολιτισμός δεν είναι μόνο η τέχνη στα στενά όρια που μπορεί να θέτει ένας απλός ορισμός. Πολιτισμός είναι οι μνήμες της πολύχρωμης, πολύοσμης, μαρτυρικής ιστορίας της πόλης. Πολιτισμός είναι η συγκολλητική εκείνη ουσία που συνθέτει τις σήμερα ατομοκεντρικές, μοναχικές, φυγόκεντρες ψηφίδες ενός μωσαϊκού.
Τον πολιτισμό που μπορεί να καταστήσει την Θεσσαλονίκη εναλλακτική πολιτιστική πρωτεύουσα των Βαλκανίων, την αξιοποίηση όλου αυτού του τεράστιου πολιτιστικού πλούτου της πόλης, με την παραχώρηση χώρων σε ομάδες δημιουργίας, την τέχνη στα σήμερα θλιβερά μας σχολεία,
και τέλος τον πολιτισμό στην καθημερινότητα του πολίτη, ως βάση για τη ανασύνθεση της κοινωνίας και την επανάκτηση του δημόσιου χώρου.
Στην Θεσσαλονίκη ο δημόσιος χώρος πλήττεται, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, από ένα διαρκώς εντεινόμενο κοινωνικό αίσθημα απαξίωσης. H εχθρική σχέση του πολίτη μαζί του είναι χρόνια και αμφίδρομη. Οι αιτίες γι’ αυτό πολλές.
Η απαξιωτική λειτουργία του κράτους και των θεσμών, η έλλειψη της κοινωνικής συνοχής, η αδιέξοδη εσωστρέφεια, η αδυναμία μιας αδρανούς δημοτικής αρχής, η εντύπωση της τέχνης ως μια πολυτέλεια για λίγους που λαμβάνει χώρα σε αποστειρωμένους χώρους, η αντίληψη μιας μοριακής ζωής που θεωρεί το δημόσιο χώρο απλά ως μια υποχρεωτική διαμεσολάβηση ανάμεσα στο σπίτι και τον χώρο εργασίας του, που πρέπει απαθώς να διαβεί, είναι όλα τα στοιχεία αυτού του ζοφερού πίνακα.
Η ανάκτηση του δημόσιου χώρου, η κατοίκησή του από τον πολίτη με όρους συλλογικότητας, εμπιστοσύνης, δημιουργικότητας αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.
Εμείς προερχόμαστε από αυτά τα κινήματα, των πεζών, των ποδηλατών, των πιο ήρεμων ρυθμών, της τέχνης στον δρόμο, στα σχολεία, στις γειτονιές και αυτά ενισχύουμε.
Τα βήματα που πρέπει να γίνουν απαιτούν τη σύγκρουση με μια χρόνια, εμπεδωμένη νοοτροπία που συντηρείται με τη συνενοχή μιας συντηρητικής μερίδας πολιτών και της αδρανούς δημοτικής αρχής που τόσο αλαζονικά και ισοπεδωτικά χαρακτηρίζει τους Θεσσαλονικείς «χωριάτες»
Και όμως μια δημοτική αρχή, που δε θα αρκείται σε εξαγγελίες, μα θα προβαίνει σε πράξεις, μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για αυτή την αλλαγή, ακριβώς γιατί είναι τόσο κοντά στον πολίτη. Δεν είναι μια απρόσωπη αρχή, όσο και αν προσπαθούν να την κάνουν τέτοια.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που συγκρούεται. Δεν είναι μια πόλη με ίδιους ανθρώπους, και εμένα δεν μου αρέσει να μιλώ με τη λογική του «μέσου όρου», του «μέσου πολίτη».
Εγώ στήριζα, στηρίζω και θα στηρίζω, όλες αυτές τις υπέροχες συλλογικότητες, που ανθίζουν, διεκδικούν τον δημόσιο χώρο, μια καθαρή πόλη, μια σχέση αλληλεγγύης. Αυτές οι αυτό-οργανωμένες πρωτοβουλίες οι οποίες συνεχίζουν να προσπαθούν, δίχως να τους παρέχεται ούτε η στοιχειώδης βοήθεια από την απόμακρη αυτή δημοτική αρχή.
Η Θεσσαλονίκη έχασε τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα, επειδή κλείστηκε για χρόνια στον εαυτό της, καλλιέργησε φοβικά σύνδρομα στους πολίτες της, αρκέστηκε σε εξαγγελίες, που χάιδευαν τα αυτιά των νοσταλγών μιας μεγάλης πόλης.
Σταδιακά, δειλά, το κλίμα αυτό βλέπω πως αλλάζει. Οι πολίτες παίρνουν πρωτοβουλίες, γνωρίζουν τον ιστορικό πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη μπορεί να ξαναβρεί αυτή την χαμένη θέση στον κόσμο, αρκεί να δώσει έμφαση στον πολιτισμό της και όχι σε φιλόδοξα οικονομικά σχέδια, που μένουν σχέδια.
Η συνομωσία αυτή γεωγραφίας και ιστορίας, δίνει στην πόλη τη δυνατότητα να γίνει μια εναλλακτική πολιτιστική πρωτεύουσα των Βαλκανίων, μια «προσφυγούπολη» καλλιτεχνών, που θα παρέχει «διαβατήριο» σε κάθε πρωτοπόρο και δημιουργό.
Αποφασίσαμε να ονομάσουμε τον συνδυασμό μας «Γειτονιές σε δράση», γιατί απλά η φιλοσοφία μας προστάζει να σκεφτούμε παγκόσμια και να πράττουμε τοπικά.
Οι γειτονιές, αυτές είναι ο πυρήνας της αλλαγής. Οι σχέσεις των ανθρώπων με τις γειτονίες τους είναι στενές. Και εμείς τους καλούμε να αυτό-οργανωθούν και να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους σε αυτές.
Δεν αναλωνόμαστε σε μεγαλοπρεπείς δηλώσεις και φιέστες, που σαν πυροτεχνήματα , χάνονται αυτοστιγμεί. Βρίσκουμε τον συλλογικό εκείνο χώρο, που η δράση μπορεί να καρποφορήσει, αν σπείρουμε τις ιδέες μας. Και αυτός ο χώρος είναι η γειτονιά.
Υπάρχουν ελλείψεις σοβαρές που οφείλονται στην άποψη που παρουσιάζει τον πολιτισμό ως πολυτέλεια. Αυτό οδήγησε ακριβώς την πόλη σε μια εσωστρέφεια, σε μια άγνοια του ιστορικού παρελθόντος, σε μια παρακμή και επέτρεψε σε πολιτικούς να αποφασίζουν για τον πολιτισμό, ως ένα προϊόν που άλλοτε κόβεται και άλλοτε ευεργετείται κακότεχνα.
Υπάρχουν στην πόλη μας φεστιβάλ, που αποτελούν πρότυπο, μα δεν μεριμνά κανείς για την προστασία τους, ιδιαίτερα τώρα εν μέσω κρίσης. Σας θυμίζω τα τελευταία γεγονότα με το Φεστιβαλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Εμείς προτείνουμε την προστασία των ήδη υπαρχόντων φεστιβάλ, αλλά και τη δημιουργία νέων, όπως το Φεστιβάλ Ποίησης "Ναζίμ Χικμέτ" και το φεστιβάλ καλλιτεχνικής παραγωγής της απανταχού εβραϊκής διασποράς Ο πολιτισμός είναι ο τρόπος που ζούμε και δημιουργούμε.
Θα την όριζα ως εξής. Σύμφωνα με το κατά πόσο ενεργοποίησε τη συμμετοχή καλλιτεχνών και πολιτών, δίχως να πνίξει και να καπελώσει αυτή τη δημιουργικότητα.
Ο δήμος αυτό που πρέπει να κάνει αρχικά είναι να μην εμποδίζει και έπειτα να διευκολύνει την δημιουργία. Σήμερα η δημιουργία είναι μια πηγή δόξας και χρήματος, σύμφωνα με την οποία θα κριθεί μια πετυχημένη δημοτική αρχή.
Όχι. Ο δήμος πρέπει να επιτρέπει στην δημιουργία να ανθίζει με την περιποίηση των πολιτών, δίχως να διαμεσολαβεί ο ίδιος, παρα μονάχα για να παρέχει ότι χρειάζεται, δίχως να αποσκοπεί σε ιδιοτελή αντίδωρα.
Ο πολιτισμός δεν είναι προϊόν, για το οποίο αποφασίζουν, άλλοτε περικόπτοντάς το και άλλοτε ευεργετώντας το κακότεχνα και υστερόβουλα.
Το απάντησα παραπάνω.
-Σύνθεση - επιμέλεια ερωτήσεων – Πίτσα Στασινοπούλου
-Από την ανοιχτή πρόσκληση της «Κ» στους υποψηφίους Δημάρχους Θεσσαλονίκης –που έχουν κοινοβουλευτική η ευρωπαϊκή εκπροσώπηση, - αρνήθηκε να συμμετάσχει ο Γιάννης Μπουτάρης, ενώ «παγωμένο» παρέμεινε με δική τους ευθύνη, μετά το νομικό κώλυμα του υποψηφίου Χάρη Παπαγεωργίου, χωρίς να ενδιαφερθούν τελικά. Η Κουλτουρόσουπα απέκλεισε τη Χρυσή Αυγή για τους γνωστούς λόγους των θέσεων τους.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ [κλικ στους τίτλους]